Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος θεοποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

θεοποιούμαι, π.πρτ.: θεοποιούμουν/θεοποιόμουν, π.αόρ.: θεοποιήθηκα, μτχ.π.π.: θεοποιημένος, (ενεργ.: θεοποιώ)

Κλίση επεξεργασία

Παθητικός παρατατικός: θεοποιούμουν & θεοποιόμουν

  Μεταφράσεις επεξεργασία