Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεοπλάστης < θεός + πλάσσω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θεοπλάστης αρσενικό

  • ο αγαλματοποιός θεού, ή θεών