Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θεολογικώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή θεολογικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε θεολογικ(ός) + -ώς.

  Επίρρημα επεξεργασία

θεολογικώς

  Πηγές επεξεργασία