θεληματίας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- θεληματίας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
θεληματίας αρσενικό
- αυτός που έχει ισχυρή θέληση
- (σπανιότερα) θεληματάρης, (θεληματζής, θεληματατζής)· αυτός που κάνει θελήματα (πληρωμένος ή μη)
Μεταφράσεις επεξεργασία
θεληματίας
|