Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θειωρυχείο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
θειωρυχεί
ο
τα
θειωρυχεί
α
γενική
του
θειωρυχεί
ου
των
θειωρυχεί
ων
αιτιατική
το
θειωρυχεί
ο
τα
θειωρυχεί
α
κλητική
θειωρυχεί
ο
θειωρυχεί
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
θειωρυχείο
<
θείο
+
ορυχείο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
θειωρυχείο
ουδέτερο
ορυχείο
εξαγωγής
θείου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θειωρυχείο