Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θειοπηγή
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
θειοπηγ
ή
οι
θειοπηγ
ές
γενική
της
θειοπηγ
ής
των
θειοπηγ
ών
αιτιατική
τη
θειοπηγ
ή
τις
θειοπηγ
ές
κλητική
θειοπηγ
ή
θειοπηγ
ές
Κατηγορία
όπως «
ψυχή
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
θειοπηγή
<
θεί(ο)
+
-ο-
+
πηγή
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
θi.o.piˈʝi
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
θει‐ο‐πη‐γή
Ουσιαστικό
επεξεργασία
θειοπηγή
θηλυκό
ιαματική
(;)
πηγή
απ’ όπου
αναβλύζει
νερό
που περιέχει
θείο
(
θειούχο
νερό
)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θειοπηγή