Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

θείου αρσενικό, ουδέτερο

  1. γενική ενικού του θείος
  2. γενική ενικού του θείο

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

θείου

  1. γενική ενικού του θείος
  2. γενική ενικού του θείο