Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

θαρσαλέος, -α, -ον (αττικός τύπος: θαρραλέος) παραθετικά: θαρσαλεώτερος, θαρσαλεώτατος

  1. θαρραλέος, τολμηρός
    θαρσαλέος πολεμιστής
  2. (με αρνητική σημασία) παράτολμος

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία