Δείτε επίσης: Θανάσης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θανάσης οι θανάσηδες
      γενική του θανάση των θανάσηδων
    αιτιατική τον θανάση τους θανάσηδες
     κλητική θανάση θανάσηδες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θανάσης < πιθανολογείται από θάνατος (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θaˈna.sis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θα‐νά‐σης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θανάσης αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία