θαλλόφυτο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
θαλλόφυτο ουδέτερο
- (βοτανική) (παρωχημένο) υποδιαίρεση των φυτών στην οποία περιλαμβάνονται σχετικά απλά ή ατελή φυτά (χωρίς βλαστούς, ρίζες, άνθη κ.λπ.): φύκια κ.ά.
Μεταφράσεις επεξεργασία
θαλλόφυτο
|