Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θέσει < δοτική του ουσιαστικού θέσις

  Επίρρημα επεξεργασία

θέσει

  1. από τη θέση του, λόγω της θέσης στην οποία βρίσκεται
  2. (γραμματική) που είναι μακρό ή βραχύ λόγω της θέσης του (π.χ. βρίσκεται στη λήγουσα ή ακολουθούν δύο σύμφωνα)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

θέσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος θέτω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θέτω
  3. θα θέσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θέτω