Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θέριεμα τα θεριέματα
      γενική του θεριέματος των θεριεμάτων
    αιτιατική το θέριεμα τα θεριέματα
     κλητική θέριεμα θεριέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θέριεμα < θεριεύ(ω) + -μα με αποβολή του [v] πριν από [m] ([vm] > [m]) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈθeɾ.ʝe.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θέ‐ριε‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θέριεμα ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις θεριό και θηρίο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία