Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θάλπω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική θάλπω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈθal.po/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θάλ‐πω

  Ρήμα επεξεργασία

θάλπω, αόρ.: έθαλψα, παθ.φωνή: θάλπομαι (ελλειπτικό ρήμα) & δείτε τα σύνθετά του

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία




Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

θάλπω < ρίζα *θαλ- αν θεωρηθεί επίθημα το -πω. Πιθανόν συνδέεται με... • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  
Δε συνδέεται με το θάλλω παρότι σήμαινε μεταξύ άλλων και ακμάζω, ανθώ όπως εκείνο, ίσως γιατί αυτή την έννοια την πήρε στα ελληνιστικά χρόνια) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Ρήμα επεξεργασία

θάλπω (Χρειάζεται στοιχεία παραθεμάτων)

  1. ζεσταίνω
    καῦμ᾽ ἔθαλπε ἡμᾶς
  2. μαλακώνω κάτι χρησιμοποιώντας σχετικά υψηλή θερμοκρασία
    ἐτήκετο κασσίτερος θαλφθείς
  3. ανάβω (μεταφορικά)
    θάλπει κέαρ ἔρωτι (με έρωτα ανάβει την καρδιά, έβαλε φωτιά στην καρδιά του ανάβοντας ερωτικό πάθος)
  4. στεγνώνω
  5. φροντίζω, περιθάλπω, περιποιούμαι, παρηγορώ
    ὕπνος θάλπει κέαρ, ἄλλον θάλπε φίλον
  6. κεντρίζω, κινώ το ενδιαφέρον (ελληνιστικό)
    ἐμὲ οὐδὲν θάλπει ἡ δόξα (δεν με ενδιαφέρει καθόλου να δοξαστώ)
    ἐμὲ οὐδὲν θάλπει κέρδος
  7. μαλακώνω εγώ, με ξεγελούν, εξαπατώμαι
  8. είμαι ακμαίος, ανθηρός (ελληνιστικό)

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία