Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ηχόχρωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ηχόχρωμα
τα
ηχοχρώμα
τ
α
γενική
του
ηχοχρώμα
τ
ος
των
ηχοχρωμά
τ
ων
αιτιατική
το
ηχόχρωμα
τα
ηχοχρώμα
τ
α
κλητική
ηχόχρωμα
ηχοχρώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ηχόχρωμα
<
ηχο-
+
χρώμα
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
iˈxo.xɾo.ma
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ηχόχρωμα
ουδέτερο
(
μουσική
) η ιδιαίτερη
χροιά
ενός
ήχου
, ανεξάρτητα από το
ύψος
ή την
έντασή
του
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ηχόχρωμα
αγγλικά
:
timbre
(en)
,
tone color
(en)
γαλλικά
:
timbre
(fr)