ησύχως
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ησύχως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἡσύχως < ἥσυχος. Συγχρονικά αναλύεται σε ήσυχ(ος) + -ως.
Επίρρημα επεξεργασία
ησύχως
Πηγές επεξεργασία
- «ήσυχος» (& ήσυχα, ησύχως) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)