ημερήσια εκτροπή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
ημερήσια εκτροπή θηλυκό
- (αστρονομία): η αστρική εκτροπή που προκύπτει από την ημερήσια περιστροφή της Γης ως κέντρο παρατήρησης (σημείο παρατηρητή)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ημερήσια εκτροπή
|