Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ημέρευση οι ημερεύσεις
      γενική της ημέρευσης* των ημερεύσεων
    αιτιατική την ημέρευση τις ημερεύσεις
     κλητική ημέρευση ημερεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ημερεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ημέρευση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἡμέρευ(σις) (διημέρευση, ημέρωμα) + -ση < ἡμερεύω (ημερεύω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /iˈme.ɾef.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: η‐μέ‐ρευ‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ημέρευση θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία