Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ηλιοστάσιο τα ηλιοστάσια
      γενική του ηλιοστασίου
ηλιοστάσιου
των ηλιοστασίων
    αιτιατική το ηλιοστάσιο τα ηλιοστάσια
     κλητική ηλιοστάσιο ηλιοστάσια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηλιοστάσιο < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἡλιοστάσιον, μεταφραστικό δάνειο από τη μεσαιωνική λατινική solstitium < λατινική solstitium < sol + sisto.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε ηλιο- + -στάσιο.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.li.oˈsta.si.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: η‐λι‐ο‐στά‐σι‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ηλιοστάσιο ουδέτερο

  • το ημερονύκτιο του έτους κατά το οποίο η χρονική διαφορά μεταξύ ημέρας και νύχτας μεγιστοποιείται
    1. θερινό ηλιοστάσιο: στις 21 Ιουνίου έχουμε τη μεγαλύτερη διάρκεια της ημέρας και τη μικρότερη νύχτα για όλο το έτος
    2. χειμερινό ηλιοστάσιο: στις 21 Δεκεμβρίου έχουμε τη μεγαλύτερη νύχτα και τη μικρότερη μέρα του έτους

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία