ηλεταχυδρομείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ηλεταχυδρομείο < ηλε- + ταχυδρομείο
Ουσιαστικό επεξεργασία
ηλεταχυδρομείο ουδέτερο
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ηλεταχυδρομείο
|
ηλεταχυδρομείο ουδέτερο
|