ηλεκτροφωτίσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ηλεκτροφωτίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ηλεκτροφωτίζω
- θα ηλεκτροφωτίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ηλεκτροφωτίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
ηλεκτροφωτίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ηλεκτροφώτιση