ηλίασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ηλίασμα < ηλιάζω + -μα < αρχαία ελληνική ἡλιάζω < ἥλιος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sāwélios < *sóh₂wl̥
Ουσιαστικό επεξεργασία
ηλίασμα ουδέτερο
- άλλη μορφή του ηλιασμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
ηλίασμα
|