ηθικοδιδάσκαλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ηθικοδιδάσκαλος | οι | ηθικοδιδάσκαλοι |
γενική | του | ηθικοδιδάσκαλου & ηθικοδιδασκάλου |
των | ηθικοδιδάσκαλων & ηθικοδιδασκάλων |
αιτιατική | τον | ηθικοδιδάσκαλο | τους | ηθικοδιδάσκαλους & ηθικοδιδασκάλους |
κλητική | ηθικοδιδάσκαλε | ηθικοδιδάσκαλοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ηθικοδιδάσκαλος < ηθική + -ο- + διδάσκαλος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ηθικοδιδάσκαλος αρσενικό
- (λόγιο) ο διδάσκαλος / καθοδηγητής στον τομέα της ηθικής
Μεταφράσεις επεξεργασία
ηθικοδιδάσκαλος
|