ηγουμένισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ηγουμένισσα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἡγουμένισσα.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε ηγούμενος + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
ηγουμένισσα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ηγουμένισσα
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ηγουμένισσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας