Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζόφος οι ζόφοι
      γενική του ζόφου των ζόφων
    αιτιατική τον ζόφο τους ζόφους
     κλητική ζόφε ζόφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζόφος < αρχαία ελληνική ζόφος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈzo.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζό‐φος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζόφος αρσενικό

  1. το πυκνό σκοτάδι του Κάτω Κόσμου
  2. (μεταφορικά) ο τρόμος, κάτι που εμπνέει τρόμο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ζόφος οἱ ζόφοι
      γενική τοῦ ζόφου τῶν ζόφων
      δοτική τῷ ζόφ τοῖς ζόφοις
    αιτιατική τὸν ζόφον τοὺς ζόφους
     κλητική ! ζόφε ζόφοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ζόφω
γεν-δοτ τοῖν  ζόφοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζόφος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζόφος αρσενικό

  1. η σκοτεινιά του Άδη, το σκοτάδι του κάτω κόσμου
    ※  «Ἀΐδης δ’ ἔλαχε ζόφον ἠερόεντα, Ζεὺς δ’ ἔλαχ᾽ οὐρανὸν εὐρὺν ἐν αἰθέρι καὶ νεφέλῃσι γαῖα δ’ ἔτι ξυνὴ πάντων καὶ μακρὸς Ὄλυμπος. Τώ ῥα καὶ οὔ τι Διὸς βέομαι φρεσίν, ἀλλὰ ἕκηλος καὶ κρατερός περ ἐὼν μενέτω τριτάτῃ ἐνὶ μοίρῃ.»
    Ὅμηρος, Ἰλιάς. (Χρειάζεται επεξεργασία)
  2. το σκοτεινό μέρος του ορίζοντα (δηλ. η δύση)
    ※  «Κέκλυτέ μευ μύθων, κακά περ πάσχοντες ἑταῖροι ὦ φίλοι, οὐ γὰρ ἴδμεν ὅπῃ ζόφος οὐδ’ ὅπῃ ἠώς, οὐδ’ ὅπῃ ἠέλιος φαεσίμβροτος εἶσ’ ὑπὸ γαῖαν οὐδ’ ὅπῃ ἀννεῖται ἀλλὰ φραζώμεθα θᾶσσον, εἴ τις ἔτ’ ἔσται μῆτις ἐγὼ δ’ οὐκ οἴομαι εἶναι.»
    Ὅμηρος, Ὀδύσσεια. (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Πηγές επεξεργασία