Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ζωοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ζωοποιώ
  2. θα ζωοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ζωοποιώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

ζωοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ζωοποίηση