ζωοκομία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζωοκομία | οι | ζωοκομίες |
γενική | της | ζωοκομίας | — | |
αιτιατική | τη | ζωοκομία | τις | ζωοκομίες |
κλητική | ζωοκομία | ζωοκομίες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζωοκομία θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζωοκομία
|