Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζωοδότρα οι ζωοδότρες
      γενική της ζωοδότρας
    αιτιατική τη ζωοδότρα τις ζωοδότρες
     κλητική ζωοδότρα ζωοδότρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζωοδότρα < ζωοδότης + κατάληξη θηλυκού -τρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζωοδότρα θηλυκό

→ δείτε τη λέξη ζωοδότης

  Μεταφράσεις επεξεργασία