Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ζωντανέψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ζωντανεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ζωντανεύω
  3. θα ζωντανέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ζωντανεύω