Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζωναράδικος < ζωνάρι + -άδικος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζωναράδικος αρσενικό

  • παραδοσιακός χορός από τη Θράκη στον οποίο οι χορευτές πιάνονται από τα ζωνάρια τους

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία