Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ζωγραφίσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ζωγραφίζω
  2. θα ζωγραφίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ζωγραφίζω