Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ζωγραφίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ζωγραφίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ζωγραφίζω
  3. θα ζωγραφίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ζωγραφίζω