Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ζωγράφισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ζωγράφισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ζωγραφίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ζωγραφίζω