ζωαγορά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζωαγορά | οι | ζωαγορές |
γενική | της | ζωαγοράς | των | ζωαγορών |
αιτιατική | τη | ζωαγορά | τις | ζωαγορές |
κλητική | ζωαγορά | ζωαγορές | ||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζωαγορά θηλυκό
- χώρος όπου πωλούνται και αγοράζονται ζώα
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζωαγορά
|