Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ζυμώσουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ζυμώνω
  2. θα ζυμώσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ζυμώνω