Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ζυμώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ζυμώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ζυμώνω
  3. θα ζυμώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ζυμώνω