ζυθεστιάτορας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζυθεστιάτορας < ζύθος + εστιάτορας
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζυθεστιάτορας αρσενικό
- (επάγγελμα) ιδιοκτήτης ζυθεστιατόριου ή εργαζόμενος σ’ αυτό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζυθεστιάτορας
|