ζουρλοκομείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζουρλοκομείο ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) (προφορικό) τρελοκομείο
- Ἔτσι, τὸ πρῶτο ποὺ ρώτησα τὸν Τσιγάντε, ὅταν ἀνέβηκε μὲ τὶς Συμμαχικὲς Ἀρχὲς νὰ χαιρετίσει τὸν Ἀντιβασιλέα ἦταν: «Τί γίνεται ἔξω;» «Ζουρλοκομεῖο», μοῦ ἀπάντησε. (Περιοδικό Νέα Εστία, Τόμος 131, Σελίδα 226)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζουρλοκομείο
|