ζητιανέψει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ζητιανέψει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ζητιανεύω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ζητιανεύω
- θα ζητιανέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ζητιανεύω