Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ζητιάνεψε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ζητιανεύω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ζητιανεύω