Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζηλόφθονας οι ζηλόφθονες
      γενική του ζηλόφθονα των ζηλοφθόνων
    αιτιατική τον ζηλόφθονα τους ζηλόφθονες
     κλητική ζηλόφθονα ζηλόφθονες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζηλόφθονας < ζηλόφθονος• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ziˈlo.fθo.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζη‐λό‐φθο‐νας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζηλόφθονας αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία