Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζηλωτής οι ζηλωτές
      γενική του ζηλωτή των ζηλωτών
    αιτιατική τον ζηλωτή τους ζηλωτές
     κλητική ζηλωτή ζηλωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζηλωτής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ζηλωτής (μιμητής, οπαδός) < ζηλόω / ζηλῶ

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /zi.loˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζη‐λω‐τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζηλωτής αρσενικό (θηλυκό ζηλώτρια)

  1. κάποιος παθιασμένος με κάτι
  2. φανατικά θρήσκος

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε στον πληθυντικό, το κύριο όνομα Ζηλωτές εβραϊκό επαναστατικό κίνημα
    1. είτε του 1ου μ.Χ. αιώνα, εναντίον των Ρωμαίων,
    2. είτε στην ριζοσπαστική πολιτική ομάδα της βυζαντινής Θεσσαλονίκης κατά τα μέσα του 14ου αιώνα

→ και δείτε τη λέξη ζήλος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ζηλωτής οἱ ζηλωταί
      γενική τοῦ ζηλωτοῦ τῶν ζηλωτῶν
      δοτική τῷ ζηλωτ τοῖς ζηλωταῖς
    αιτιατική τὸν ζηλωτήν τοὺς ζηλωτᾱ́ς
     κλητική ! ζηλωτᾰ́ ζηλωταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ζηλωτᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ζηλωταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζηλωτής < ζηλόω / ζηλῶ + -τής
  • για την ελληνιστική σημασία < • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζηλωτής, -οῦ αρσενικό

  1. μιμητής
  2. οπαδός, θιασώτης
  3. (ελληνιστική σημασία) απόδοση του Κανανίτης ή Καναναῖος (Χρειάζεται επεξεργασία)

  Πηγές επεξεργασία