Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ζηλιαρόγατα οι ζηλιαρόγατες
      γενική της ζηλιαρόγατας
    αιτιατική τη ζηλιαρόγατα τις ζηλιαρόγατες
     κλητική ζηλιαρόγατα ζηλιαρόγατες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζηλιαρόγατα < ζηλιάρ(ης) + -ό- + γάτα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζηλιαρόγατα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία