ζευγόλουρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζευγόλουρο ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) λουρί με το οποίο δένουν τα βόδια στον ζυγό
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζευγόλουρο
|
ζευγόλουρο ουδέτερο
|