Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ζευγάρωσε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος ζευγαρώνω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ζευγαρώνω