ζεστοκόπημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζεστοκόπημα < ζεστοκοπώ + -μα < μεσαιωνική ελληνική ζεστοκοπώ < ζέστη < αρχαία ελληνική ζεστός
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζεστοκόπημα ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ζεστοκοπώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζεστοκόπημα
|