ζεματίσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ζεματίσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ζεματίζω
- θα ζεματίσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ζεματίζω
ζεματίσουμε