Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ζεματίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ζεματίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ζεματίζω
  3. θα ζεματίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ζεματίζω