Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ζεμάτισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ζεμάτισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ζεματίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ζεματίζω