Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ζαχαροπλαστείο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ζαχαροπλαστεί
ο
τα
ζαχαροπλαστεί
α
γενική
του
ζαχαροπλαστεί
ου
των
ζαχαροπλαστεί
ων
αιτιατική
το
ζαχαροπλαστεί
ο
τα
ζαχαροπλαστεί
α
κλητική
ζαχαροπλαστεί
ο
ζαχαροπλαστεί
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
γλυκά σε ψυγείο
ζαχαροπλαστείου
Ετυμολογία
επεξεργασία
ζαχαροπλαστείο
<
ζαχαροπλάστης
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ζαχαροπλαστείο
ουδέτερο
Το
κατάστημα
που παρασκευάζει και πουλάει
γλυκά
Συγγενικά
επεξεργασία
ζαχαροπλάστης
ζαχαροπλαστική
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ζαχαροπλαστείο
αγγλικά
:
sweet shop
(en)
γαλλικά
:
pâtisserie
(fr)
γερμανικά
:
Konditorei
(de)
εσπεράντο
:
kukejo
(eo)
ισπανικά
:
pastelería
(es)
ιταλικά
:
pasticceria
(it)
ολλανδικά
:
banketbakkerij
(nl)
ουγγρικά
:
cukrászda
(hu)
πολωνικά
:
cukiernia
(pl)
πορτογαλικά
:
pastelaria
(pt)
ρουμανικά
:
cofetărie
(ro)
σουηδικά
:
konditori
(sv)
τσεχικά
:
cukrárna
(cs)