Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ζαχαροπλαστείο τα ζαχαροπλαστεία
      γενική του ζαχαροπλαστείου των ζαχαροπλαστείων
    αιτιατική το ζαχαροπλαστείο τα ζαχαροπλαστεία
     κλητική ζαχαροπλαστείο ζαχαροπλαστεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
γλυκά σε ψυγείο ζαχαροπλαστείου

  Ετυμολογία επεξεργασία

ζαχαροπλαστείο < ζαχαροπλάστης)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ζαχαροπλαστείο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία