ζαριφλίκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζαριφλίκι | τα | ζαριφλίκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ζαριφλίκι | τα | ζαριφλίκια |
κλητική | ζαριφλίκι | ζαριφλίκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /za.ɾiˈfli.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζα‐ρι‐φλί‐κι
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζαριφλίκι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) η εμφάνιση ή η συμπεριφορά του ζαρίφη, κομψότητα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζαριφλίκι
|
Πηγές επεξεργασία
- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.